Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδωτός
λεπίζω
λεπίς
λέπρᾱ
λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
λεπτός
λεπτότης
λεπτουργέω
View word page
λεπτό-γεως
λεπτόγεωςωνadjγῆ of Atticahaving lightthin soilTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτόγεως
Headword (normalized):
λεπτόγεως
Headword (normalized/stripped):
λεπτογεως
IDX:
24343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24344
Key:
λεπτόγεως

Data

{'headword_display': '<b>λεπτό-γεως</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπτό<hyph/>γεως</HL><Infl>ων</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γῆ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Attica</Indic><Tr>having light<or/>thin soil</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπτόγεως'}