Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λέπαδνον
λεπαῖος
λέπαργος
λεπάς
λέπας
λεπαστή
λεπιδωτός
λεπίζω
λεπίς
λέπρᾱ
λεπράς
λεπρός
λεπταλέος
λεπτόγεως
λεπτόδομος
λεπτόθριξ
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολόγος
λεπτόμιτος
λεπτόπρυμνος
View word page
λεπράς
λεπράςάδοςfem.adj of a rockrough, ruggedTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπράς
Headword (normalized):
λεπράς
Headword (normalized/stripped):
λεπρας
IDX:
24340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24341
Key:
λεπράς

Data

{'headword_display': '<b>λεπράς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεπράς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a rock</Indic><Tr>rough, rugged</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεπράς'}