Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀεσίφρων
ᾱ̓ετός
ᾱ̓ετοφόρος
ἄζα
ἀζαλέος
ἀζάνομαι
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζήτητος
ἀζηχής
ἅζομαι
ἄζῡμος
ἄζυξ
ἅζω
ἄζω
ἄζωστος
ἀηδέω
ἀηδής
ἀηδίᾱ
View word page
ἀ-ζήτητος
ἀ-ζήτητοςονadjζητητός of state affairsuninvestigatedAeschin.

ShortDef

unexamined, untried

Debugging

Headword:
ἀζήτητος
Headword (normalized):
ἀζήτητος
Headword (normalized/stripped):
αζητητος
IDX:
2432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2433
Key:
ἀζήτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ζήτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-ζήτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζητητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of state affairs</Indic><Tr>uninvestigated</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀζήτητος'}