Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λέλησμαι
λέλῃσμαι
λελίημαι
λέλιμμαι
λελογισμένως
λέλογχα
λέλοιπα
λέμβος
λέμμα
λέμφος
λέντιον
λέξασθαι
λέξις
λέξο
λέξομαι
λέξομαι
λέξον
λεοντάγχης
λεόντειος
λεόντεος
λεοντομάχᾱς
View word page
λέντιον
λέντιονουnLat. linteum linen cloth, towelNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λέντιον
Headword (normalized):
λέντιον
Headword (normalized/stripped):
λεντιον
IDX:
24317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24318
Key:
λέντιον

Data

{'headword_display': '<b>λέντιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λέντιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>Lat. <ital>linteum</ital></Ety></HG> <nS1><Tr>linen cloth, towel</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λέντιον'}