Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λελάχᾱσι
λέλειμμαι
λελέξομαι
λέληθα
λέληκα
λέλημμαι
λέλησμαι
λέλῃσμαι
λελίημαι
λέλιμμαι
λελογισμένως
λέλογχα
λέλοιπα
λέμβος
λέμμα
λέμφος
λέντιον
λέξασθαι
λέξις
λέξο
λέξομαι
View word page
λελογισμένως
λελογισμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underλογίζομαι

ShortDef

according to calculation

Debugging

Headword:
λελογισμένως
Headword (normalized):
λελογισμένως
Headword (normalized/stripped):
λελογισμενως
IDX:
24311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24312
Key:
λελογισμένως

Data

{'headword_display': '<b>λελογισμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λελογισμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>λογίζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λελογισμένως'}