Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀές
ᾱ̓́εσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ᾱ̓ετός
ᾱ̓ετοφόρος
ἄζα
ἀζαλέος
ἀζάνομαι
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζήτητος
ἀζηχής
ἅζομαι
ἄζῡμος
ἄζυξ
ἅζω
ἄζω
ἄζωστος
View word page
ἀ-ζηλότυπος
ἀ-ζηλότυποςονadj neut.sb.freedom from envyPlu.

ShortDef

free from jealousy, envy

Debugging

Headword:
ἀζηλότυπος
Headword (normalized):
ἀζηλότυπος
Headword (normalized/stripped):
αζηλοτυπος
IDX:
2429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2430
Key:
ἀζηλότυπος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ζηλότυπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-ζηλότυπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>freedom from envy</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀζηλότυπος'}