Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπροθρῴσκω
ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορίᾱ
View word page
ἀπο-πῡδαρίζω
ἀποπῡδαρίζωvbπῡδαρίζω, app. raise one's legs dancean indecent danceAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπῡδαρίζω
Headword (normalized):
ἀποπῡδαρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποπυδαριζω
IDX:
242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-243
Key:
ἀποπῡδαρίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πῡδαρίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πῡδαρίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πῡδαρίζω</Ref>, app. <ital>raise one's legs</ital></Ety></vHG> <vS1> <Tr>dance</Tr><Obj>an indecent dance<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποπῡδαρίζω'}