Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
λεκάνη
λεκάριον
λεκιθῑ́τᾱς
λεκιθόπωλις
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λέκτο
λέκτο
λεκτός
λέκτρον
λελαβέσθαι
λελαθέσθαι
λέλᾱκα
View word page
λέκιθος
λέκιθοςουm gruel, porridgeof pulses or cerealsAr.

ShortDef

pulse-porridge, peasepudding
yolk of an egg

Debugging

Headword:
λέκιθος
Headword (normalized):
λέκιθος
Headword (normalized/stripped):
λεκιθος
IDX:
24289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24290
Key:
λέκιθος

Data

{'headword_display': '<b>λέκιθος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λέκιθος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>gruel, porridge<Expl>of pulses or cereals</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λέκιθος'}