Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λειτούργημα
λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
λεκάνη
λεκάριον
λεκιθῑ́τᾱς
λεκιθόπωλις
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
λέκτο
λέκτο
λεκτός
λέκτρον
λελαβέσθαι
λελαθέσθαι
View word page
λεκιθόπωλις
λεκιθόπωλιςιδοςfπωλέω porridge-sellerAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεκιθόπωλις
Headword (normalized):
λεκιθόπωλις
Headword (normalized/stripped):
λεκιθοπωλις
IDX:
24288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24289
Key:
λεκιθόπωλις

Data

{'headword_display': '<b>λεκιθόπωλις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λεκιθόπωλις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>porridge-seller</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λεκιθόπωλις'}