Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
λεκάνη
λεκάριον
λεκιθῑ́τᾱς
λεκιθόπωλις
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
λεκτικός
View word page
λειχήν
λειχήνῆνοςm disease of the skinulcer, cankerA. fungal growth on the groundcanker, blightcausing barrenness in plants and womenA.

ShortDef

a tree-moss, lichen

Debugging

Headword:
λειχήν
Headword (normalized):
λειχήν
Headword (normalized/stripped):
λειχην
IDX:
24282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24283
Key:
λειχήν

Data

{'headword_display': '<b>λειχήν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λειχήν</HL><Infl>ῆνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>disease of the skin</Def><Tr>ulcer, canker</Tr><Au>A.</Au></nS1> <nS1><Def>fungal growth on the ground</Def><Tr>canker, blight<Expl>causing barrenness in plants and women</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'λειχήν'}