Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
λεκάνη
λεκάριον
λεκιθῑ́τᾱς
λεκιθόπωλις
λέκιθος
λέκος
λεκτέος
View word page
λειφθήσομαι
λειφθήσομαι
fut.pass.
see
λείπω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λειφθήσομαι
Headword (normalized):
λειφθήσομαι
Headword (normalized/stripped):
λειφθησομαι
IDX:
24281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24282
Key:
λειφθήσομαι
Data
{'headword_display': '<b>λειφθήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λειφθήσομαι<LblR>fut.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λείπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λειφθήσομαι'}