Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
ᾱ̓́εσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ᾱ̓ετός
ᾱ̓ετοφόρος
ἄζα
ἀζαλέος
ἀζάνομαι
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζήτητος
ἀζηχής
ἅζομαι
ἄζῡμος
ἄζυξ
ἅζω
View word page
ἀζάνομαι
ἀζάνομαιpass.vb of treesdry upwitherhHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀζάνομαι
Headword (normalized):
ἀζάνομαι
Headword (normalized/stripped):
αζανομαι
IDX:
2427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2428
Key:
ἀζάνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀζάνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀζάνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of trees</Indic><Def>dry up</Def><Tr>wither</Tr><Au>hHom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀζάνομαι'}