Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
λεκάνη
λεκάριον
λεκιθῑ́τᾱς
λεκιθόπωλις
View word page
λειτούργημα
λειτούργημαατοςnλῃτουργέω act of public serviceby a Spartan kingPlu.

ShortDef

performance of a public service

Debugging

Headword:
λειτούργημα
Headword (normalized):
λειτούργημα
Headword (normalized/stripped):
λειτουργημα
IDX:
24278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24279
Key:
λειτούργημα

Data

{'headword_display': '<b>λειτούργημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λειτούργημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λῃτουργέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>act of public service<Expl>by a Spartan king</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λειτούργημα'}