Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λειμώνιος
λειμωνόθε(ν)
λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
λεκάνη
λεκάριον
View word page
λεϊστός
λεϊστόςep.adjseeληιστός

ShortDef

to be carried off as booty >ληϊστός

Debugging

Headword:
λεϊστός
Headword (normalized):
λεϊστός
Headword (normalized/stripped):
λειστος
IDX:
24276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24277
Key:
λεϊστός

Data

{'headword_display': '<b>λεϊστός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>λεϊστός</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ληιστός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λεϊστός'}