Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λειμών
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθε(ν)
λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
λειτούργημα
λειτουργίᾱ
λειτουργός
λειφθήσομαι
λειχήν
λείχω
λείψανον
View word page
λείριον
λείριονουn lilyprob.ref. to the White or Madonna LilyhHom. AR. Mosch.

ShortDef

a lily

Debugging

Headword:
λείριον
Headword (normalized):
λείριον
Headword (normalized/stripped):
λειριον
IDX:
24274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24275
Key:
λείριον

Data

{'headword_display': '<b>λείριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λείριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>lily<Expl>prob.ref. to the White or Madonna Lily</Expl></Tr><Au>hHom. AR. Mosch.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λείριον'}