Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λείᾱ
λειαίνω
λείβω
λείηνα
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμών
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθε(ν)
λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
λειτούργημα
View word page
λειο-γένειος
λειογένειοςονadjλεῖοςγένειον of mensmooth-chinnedbeardlessHdt.

ShortDef

smooth-chinned

Debugging

Headword:
λειογένειος
Headword (normalized):
λειογένειος
Headword (normalized/stripped):
λειογενειος
IDX:
24268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24269
Key:
λειογένειος

Data

{'headword_display': '<b>λειο-γένειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λειο<hyph/>γένειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λεῖος</Ref><Ref>γένειον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of men</Indic><Def>smooth-chinned</Def><Tr>beardless</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λειογένειος'}