Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λεηλατέω
λείᾱ
λειαίνω
λείβω
λείηνα
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμών
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθε(ν)
λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
λεϊστός
λειτουργέω
View word page
λειμωνόθε(ν)
λειμωνόθε(ν)adv from a meadowmeadowsIl. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λειμωνόθε(ν)
Headword (normalized):
λειμωνόθε(ν)
Headword (normalized/stripped):
λειμωνοθε(ν)
IDX:
24267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24268
Key:
λειμωνόθε(ν)

Data

{'headword_display': '<b>λειμωνόθε(ν)</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>λειμωνόθε(ν)</HL><PS>adv</PS> </vHG><advS1><Tr>from a meadow<or/>meadows</Tr><Au>Il. Theoc.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'λειμωνόθε(ν)'}