Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λέγω
λεηλασίᾱ
λεηλατέω
λείᾱ
λειαίνω
λείβω
λείηνα
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμών
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθε(ν)
λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
λειριόεις
λείριον
λείριος
View word page
λειμωνιάς
λειμωνιάςάδοςfem.adj of a nymphof the meadowsS. AR.

ShortDef

of the meadow, meadow-(nymph)

Debugging

Headword:
λειμωνιάς
Headword (normalized):
λειμωνιάς
Headword (normalized/stripped):
λειμωνιας
IDX:
24265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24266
Key:
λειμωνιάς

Data

{'headword_display': '<b>λειμωνιάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λειμωνιάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a nymph</Indic><Tr>of the meadows</Tr><Au>S. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λειμωνιάς'}