Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λέβης
λεγεών
λεγνωτός
λέγω
λεηλασίᾱ
λεηλατέω
λείᾱ
λειαίνω
λείβω
λείηνα
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμών
λειμωνιάς
λειμώνιος
λειμωνόθε(ν)
λειογένειος
λεῖος
λειότης
λείουσι
λείπω
View word page
λεῖμαξ
λεῖμαξακοςfreltd.λειμών meadowE. Lyr.adesp.

ShortDef

a meadow

Debugging

Headword:
λεῖμαξ
Headword (normalized):
λεῖμαξ
Headword (normalized/stripped):
λειμαξ
IDX:
24262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24263
Key:
λεῖμαξ

Data

{'headword_display': '<b>λεῖμαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λεῖμαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>λειμών</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>meadow</Tr><Au>E. Lyr.adesp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λεῖμαξ'}