Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαχνώδης
λάχον
λάχος
λαψῇ
λάω
λᾱώδης
λέαινα
λεαίνω
λέβης
λεγεών
λεγνωτός
λέγω
λεηλασίᾱ
λεηλατέω
λείᾱ
λειαίνω
λείβω
λείηνα
λεῖμαξ
λεῖμμα
λειμών
View word page
λεγνωτός
λεγνωτόςή όνadjλέγνον coloured borderof a garmentwith coloured borderCall.

ShortDef

with a coloured border

Debugging

Headword:
λεγνωτός
Headword (normalized):
λεγνωτός
Headword (normalized/stripped):
λεγνωτος
IDX:
24254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24255
Key:
λεγνωτός

Data

{'headword_display': '<b>λεγνωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λεγνωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Gr>λέγνον</Gr><ital> coloured border</ital></Ety></HG><aS1><Indic>of a garment</Indic><Tr>with coloured border</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λεγνωτός'}