Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
ᾱ̓́εσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ᾱ̓ετός
ᾱ̓ετοφόρος
ἄζα
ἀζαλέος
ἀζάνομαι
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζήτητος
ἀζηχής
ἅζομαι
View word page
ᾱ̓ετο-φόρος
ᾱ̓ετο-φόροςουAtt.mαἰετόςφέρω standard-bearerin the Roman armyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓ετοφόρος
Headword (normalized):
ᾱ̓ετοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αετοφορος
IDX:
2424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2425
Key:
ᾱ̓ετοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ετο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ᾱ̓ετο-φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>Att.m</PS><Ety><Ref>αἰετός</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>standard-bearer<Expl>in the Roman army</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ᾱ̓ετοφόρος'}