Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
Λάχεσις
λαχμός
λάχνη
λαχνήεις
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχον
λάχος
λαψῇ
λάω
λᾱώδης
λέαινα
λεαίνω
λέβης
View word page
λαχνόομαι
λαχνόομαιpass.contr.vb of a young man's chinbe covered with hairSol.

ShortDef

to grow downy

Debugging

Headword:
λαχνόομαι
Headword (normalized):
λαχνόομαι
Headword (normalized/stripped):
λαχνοομαι
IDX:
24242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24243
Key:
λαχνόομαι

Data

{'headword_display': '<b>λαχνόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>λαχνόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a young man's chin</Indic><Tr>be covered with hair</Tr><Au>Sol.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'λαχνόομαι'}