Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
Λάχεσις
λαχμός
λάχνη
λαχνήεις
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχον
λάχος
λαψῇ
λάω
View word page
λαχμός
λαχμόςοῦm wool, fleeceof a sheepOd.v.l. λάχνος

ShortDef

portion
kicking
wool

Debugging

Headword:
λαχμός
Headword (normalized):
λαχμός
Headword (normalized/stripped):
λαχμος
IDX:
24238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24239
Key:
λαχμός

Data

{'headword_display': '<b>λαχμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαχμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>wool, fleece<Expl>of a sheep</Expl></Tr><Au>Od.<LblR>v.l. <Gr>λάχνος</Gr></LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'λαχμός'}