Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
Λάχεσις
λαχμός
λάχνη
λαχνήεις
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχον
View word page
λάχεια
λάχειαfem.nom.adj of a shore, an island, w. sense uncert.Od.

ShortDef

well-tilled, fertile

Debugging

Headword:
λάχεια
Headword (normalized):
λάχεια
Headword (normalized/stripped):
λαχεια
IDX:
24235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24236
Key:
λάχεια

Data

{'headword_display': '<b>λάχεια</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λάχεια</HL><PS>fem.nom.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a shore, an island, w. sense uncert.</Indic><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λάχεια'}