Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
Λάχεσις
λαχμός
λάχνη
λαχνήεις
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
View word page
λαχανόπωλις
λαχανόπωλιςιδοςfπωλέω female vegetable-sellergreengrocerAr.

ShortDef

greengrocer

Debugging

Headword:
λαχανόπωλις
Headword (normalized):
λαχανόπωλις
Headword (normalized/stripped):
λαχανοπωλις
IDX:
24234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24235
Key:
λαχανόπωλις

Data

{'headword_display': '<b>λαχανόπωλις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαχανόπωλις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>female vegetable-seller</Def><Tr>greengrocer</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαχανόπωλις'}