Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
Λάχεσις
λαχμός
λάχνη
λαχνήεις
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
View word page
λαχανισμός
λαχανισμόςοῦm gathering of vegetablesby foragersTh.

ShortDef

a gathering of vegetables

Debugging

Headword:
λαχανισμός
Headword (normalized):
λαχανισμός
Headword (normalized/stripped):
λαχανισμος
IDX:
24232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24233
Key:
λαχανισμός

Data

{'headword_display': '<b>λαχανισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαχανισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>gathering of vegetables<Expl>by foragers</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαχανισμός'}