Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαυκανίη
λαύρᾱ
Λαύρειον
λᾱ́ῡς
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
Λάχεσις
View word page
λαφῡρο-πώλης
λαφῡροπώληςουmπωλέω official in charge of selling bootyin the Spartan armyX. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαφῡροπώλης
Headword (normalized):
λαφῡροπώλης
Headword (normalized/stripped):
λαφυροπωλης
IDX:
24227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24228
Key:
λαφῡροπώλης

Data

{'headword_display': '<b>λαφῡρο-πώλης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαφῡρο<hyph/>πώλης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>official in charge of selling booty<Expl>in the Spartan army</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαφῡροπώλης'}