Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λᾱτώ
λαυκανίη
λαύρᾱ
Λαύρειον
λᾱ́ῡς
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
λαχεῖν
View word page
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπωλέωcontr.vb sell bootyX.tr.sell as bootysell offplunderPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαφῡροπωλέω
Headword (normalized):
λαφῡροπωλέω
Headword (normalized/stripped):
λαφυροπωλεω
IDX:
24226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24227
Key:
λαφῡροπωλέω

Data

{'headword_display': '<b>λαφῡροπωλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λαφῡροπωλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>sell booty</Tr><Au>X.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Def>sell as booty</Def><Tr>sell off</Tr><Obj>plunder<Au>Plb.</Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'λαφῡροπωλέω'}