Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λάτρον
Λᾱτώ
λαυκανίη
λαύρᾱ
Λαύρειον
λᾱ́ῡς
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
λάχεια
View word page
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλεῖονorλαφῡροπώλιονουnλαφῡροπώλης market for selling bootyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαφῡροπωλεῖον
Headword (normalized):
λαφῡροπωλεῖον
Headword (normalized/stripped):
λαφυροπωλειον
IDX:
24225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24226
Key:
λαφῡροπωλεῖον

Data

{'headword_display': '<b>λαφῡροπωλεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαφῡροπωλεῖον<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>λαφῡροπώλιον</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λαφῡροπώλης</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>market for selling booty</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαφῡροπωλεῖον'}