Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λάτρις
λάτρον
Λᾱτώ
λαυκανίη
λαύρᾱ
Λαύρειον
λᾱ́ῡς
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
λαχανοπωλήτρια
λαχανόπωλις
View word page
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡραγωγέομαιmid.contr.vbἀγωγή carry off as spoilsan enemy's goodsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαφῡραγωγέομαι
Headword (normalized):
λαφῡραγωγέομαι
Headword (normalized/stripped):
λαφυραγωγεομαι
IDX:
24224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24225
Key:
λαφῡραγωγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>λαφῡραγωγέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>λαφῡραγωγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀγωγή</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>carry off as spoils</Tr><Obj>an enemy's goods<Au>Plu.</Au> </Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'λαφῡραγωγέομαι'}