Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
Λᾱτώ
λαυκανίη
λαύρᾱ
Λαύρειον
λᾱ́ῡς
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
λαχανισμός
View word page
λαφύκτης
λαφύκτηςουm indulgent squanderer, spendthriftArist.

ShortDef

gourmand

Debugging

Headword:
λαφύκτης
Headword (normalized):
λαφύκτης
Headword (normalized/stripped):
λαφυκτης
IDX:
24222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24223
Key:
λαφύκτης

Data

{'headword_display': '<b>λαφύκτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαφύκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>indulgent squanderer, spendthrift</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαφύκτης'}