Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
Λᾱτώ
λαυκανίη
λαύρᾱ
Λαύρειον
λᾱ́ῡς
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφῡρα
λαφῡραγωγέομαι
λαφῡροπωλεῖον
λαφῡροπωλέω
λαφῡροπώλης
λαφύσσω
λαχαί
λαχαίνω
λάχανα
View word page
λαφυγμός
λαφυγμόςοῦmλαφύσσω gluttonyAr.

ShortDef

gluttony

Debugging

Headword:
λαφυγμός
Headword (normalized):
λαφυγμός
Headword (normalized/stripped):
λαφυγμος
IDX:
24221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24222
Key:
λαφυγμός

Data

{'headword_display': '<b>λαφυγμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαφυγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λαφύσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>gluttony</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαφυγμός'}