Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
ᾱ̓́εσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ᾱ̓ετός
ᾱ̓ετοφόρος
ἄζα
ἀζαλέος
ἀζάνομαι
ἄζηλος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
View word page
ἀεσιφροσύνη
ἀεσιφροσύνηηςfἀεσίφρων delusion, follyOd. Hes.

ShortDef

silliness, folly

Debugging

Headword:
ἀεσιφροσύνη
Headword (normalized):
ἀεσιφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αεσιφροσυνη
IDX:
2421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2422
Key:
ἀεσιφροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀεσιφροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀεσιφροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀεσίφρων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>delusion, folly</Tr><Au>Od. Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀεσιφροσύνη'}