Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόπροθι
ἀποπροθρῴσκω
ἀποπροΐημι
ἀποπρολείπω
ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
View word page
ἀπό-πτωμα
ἀπόπτωμαατοςnπτῶμα severe accidentdisasterin wartimePlb.

ShortDef

unlucky chance, misfortune

Debugging

Headword:
ἀπόπτωμα
Headword (normalized):
ἀπόπτωμα
Headword (normalized/stripped):
αποπτωμα
IDX:
241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-242
Key:
ἀπόπτωμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπό-πτωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπό<hyph/>πτωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πτῶμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>severe accident</Def><Tr>disaster<Expl>in wartime</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόπτωμα'}