Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λᾳοτομέω
λᾱοτρόφος
λᾱ́ου
λᾱοφθόρος
λᾱοφόνος
λᾱοφόρος
λάπᾱ
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρη
λαπαρός
Λαπίθαι
λάπτω
λᾱρῑνός
λᾱρῑσοποιοί
λάρκος
λάρναξ
λᾱρός
λάρος
Λᾱρτιάδᾱς
Λᾱ́ρτιος
View word page
λαπαρός
λαπαρόςᾱ́ όνadj of a hare's flankssuppleX.

ShortDef

slack, loose

Debugging

Headword:
λαπαρός
Headword (normalized):
λαπαρός
Headword (normalized/stripped):
λαπαρος
IDX:
24179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24180
Key:
λαπαρός

Data

{'headword_display': '<b>λαπαρός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λαπαρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a hare's flanks</Indic><Tr>supple</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'λαπαρός'}