Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λαμπτηρουχίᾱ
λάμπω
λαμυρίᾱ
λαμυρός
λάμψομαι
λανθάνω
λᾱνός
λάξ
λᾱξευτός
λάξις
λάξομαι
λᾱοδάμᾱς
λᾶοι
λᾷον
λᾱοπαθής
λᾱοπόρος
λᾱός
λᾶος
Λᾷος
λᾱοσεβής
λᾱοσσόος
View word page
λάξομαι
λάξομαι
Ion.fut.mid.
see
λαγχάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάξομαι
Headword (normalized):
λάξομαι
Headword (normalized/stripped):
λαξομαι
IDX:
24158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24159
Key:
λάξομαι
Data
{'headword_display': '<b>λάξομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λάξομαι<LblR>Ion.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λαγχάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λάξομαι'}