Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνίη
λαμπρόφωνος
λαμπρῡ́νω
λαμπτήρ
λαμπτηρουχίᾱ
λάμπω
λαμυρίᾱ
λαμυρός
λάμψομαι
λανθάνω
λᾱνός
λάξ
λᾱξευτός
λάξις
λάξομαι
λᾱοδάμᾱς
λᾶοι
λᾷον
λᾱοπαθής
View word page
λάμψομαι
λάμψομαι
Ion.fut.mid.
see
λαμβάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάμψομαι
Headword (normalized):
λάμψομαι
Headword (normalized/stripped):
λαμψομαι
IDX:
24152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24153
Key:
λάμψομαι
Data
{'headword_display': '<b>λάμψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λάμψομαι<LblR>Ion.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λάμψομαι'}