Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
ᾱ̓́εσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ᾱ̓ετός
View word page
ἀερσί-λοφος
ἀερσί-λοφοςονadjαἴρωλόφος of helmetshigh-crestedAR.

ShortDef

high-crested

Debugging

Headword:
ἀερσίλοφος
Headword (normalized):
ἀερσίλοφος
Headword (normalized/stripped):
αερσιλοφος
IDX:
2413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2414
Key:
ἀερσίλοφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀερσί-λοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀερσί-λοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἴρω</Ref><Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of helmets</Indic><Tr>high-crested</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀερσίλοφος'}