Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαλοβαρύοψ
λάλος
Λᾱ́μαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λᾱμνιακός
λαμπαδαρχίᾱ
λαμπαδηφορίη
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπετάω
λαμπηδών
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνίη
λαμπρόφωνος
λαμπρῡ́νω
λαμπτήρ
λαμπτηρουχίᾱ
View word page
λαμπαδοῦχος
λαμπαδοῦχοςονadjἔχω of dayhaving the torchof the sunlight-bringingE.

ShortDef

torch-carrying, bright-beaming

Debugging

Headword:
λαμπαδοῦχος
Headword (normalized):
λαμπαδοῦχος
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδουχος
IDX:
24138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24139
Key:
λαμπαδοῦχος

Data

{'headword_display': '<b>λαμπαδοῦχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λαμπαδοῦχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of day</Indic><Def>having the torch<Expl>of the sun</Expl></Def><Tr>light-bringing</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λαμπαδοῦχος'}