Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λάλλαι
λαλοβαρύοψ
λάλος
Λᾱ́μαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λᾱμνιακός
λαμπαδαρχίᾱ
λαμπαδηφορίη
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπετάω
λαμπηδών
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνίη
λαμπρόφωνος
λαμπρῡ́νω
λαμπτήρ
View word page
λαμπάδιον
λαμπάδιονουndimin.λαμπάς little torchPl. Plu. bandageAr.

ShortDef

a small torch

Debugging

Headword:
λαμπάδιον
Headword (normalized):
λαμπάδιον
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδιον
IDX:
24137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24138
Key:
λαμπάδιον

Data

{'headword_display': '<b>λαμπάδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λαμπάδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>λαμπάς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>little torch</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>bandage</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λαμπάδιον'}