Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
ᾱ̓́εσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
View word page
ἀέρρω
ἀέρρωAeol.vbseeαἴρω

ShortDef

lift, raise

Debugging

Headword:
ἀέρρω
Headword (normalized):
ἀέρρω
Headword (normalized/stripped):
αερρω
IDX:
2412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2413
Key:
ἀέρρω

Data

{'headword_display': '<b>ἀέρρω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀέρρω</HL><PS>Aeol.vb</PS></HG><XR>see<Ref>αἴρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀέρρω'}