Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
λαλαγέω
λαλάζω
λαλέω
λάλημα
λάλησις
λαλητικός
λαλιᾱ́
λάλλαι
λαλοβαρύοψ
λάλος
Λᾱ́μαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λᾱμνιακός
λαμπαδαρχίᾱ
λαμπαδηφορίη
View word page
λαλητικός
λαλητικόςή όνadj of a personof the chattering kindtalkativeAr.

ShortDef

given to babbling

Debugging

Headword:
λαλητικός
Headword (normalized):
λαλητικός
Headword (normalized/stripped):
λαλητικος
IDX:
24125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24126
Key:
λαλητικός

Data

{'headword_display': '<b>λαλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λαλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>of the chattering kind</Def><Tr>talkative</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λαλητικός'}