Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
λαλαγέω
λαλάζω
λαλέω
λάλημα
λάλησις
λαλητικός
λαλιᾱ́
λάλλαι
λαλοβαρύοψ
λάλος
Λᾱ́μαχος
λαμβάνω
Λάμια
Λᾱμνιακός
View word page
λάλημα
λάλημαατοςn chatterof ErosMosch. pejor., ref. to a personchatterer, prattlerS. E.dub.

ShortDef

talk, prattle

Debugging

Headword:
λάλημα
Headword (normalized):
λάλημα
Headword (normalized/stripped):
λαλημα
IDX:
24123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24124
Key:
λάλημα

Data

{'headword_display': '<b>λάλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λάλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>chatter<Expl>of Eros</Expl></Tr><Au>Mosch.</Au></nS1> <nS1><Indic>pejor., ref. to a person</Indic><Tr>chatterer, prattler</Tr><Au>S. E.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'λάλημα'}