Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
λακτιστής
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
λαλαγέω
λαλάζω
λαλέω
λάλημα
λάλησις
λαλητικός
λαλιᾱ́
λάλλαι
λαλοβαρύοψ
λάλος
View word page
Λακωνομανέω
Λακωνομανέωcontr.vbΛάκωνμαίνομαι be mad about the Laconiansi.e. have excessive sympathy for their customs and attitudesbe Laconia-crazyAr.

ShortDef

to have a Laconomania

Debugging

Headword:
Λακωνομανέω
Headword (normalized):
λακωνομανέω
Headword (normalized/stripped):
λακωνομανεω
IDX:
24119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24120
Key:
Λακωνομανέω

Data

{'headword_display': '<b>Λακωνομανέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>Λακωνομανέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>Λάκων</Ref><Ref>μαίνομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>be mad about the Laconians<Expl>i.e. have excessive sympathy for their customs and attitudes</Expl></Def><Tr>be Laconia-crazy</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'Λακωνομανέω'}