Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λακκόπρωκτος
λάκκος
λάκον
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
λακτιστής
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
λαλαγέω
λαλάζω
λαλέω
λάλημα
λάλησις
λαλητικός
λαλιᾱ́
View word page
Λακωνίς
Λακωνίςίδοςfem.adj of the landLaconianhHom.of an island-colonyCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λακωνίς
Headword (normalized):
λακωνίς
Headword (normalized/stripped):
λακωνις
IDX:
24116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24117
Key:
Λακωνίς

Data

{'headword_display': '<b>Λακωνίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Λακωνίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the land</Indic><Tr>Laconian</Tr><Au>hHom.</Au><aS2><Indic>of an island-colony</Indic><Au>Call.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'Λακωνίς'}