Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
λακκόπρωκτος
λάκκος
λάκον
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
λακτιστής
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
λαλαγέω
λαλάζω
λαλέω
View word page
λακτιστής
λακτιστήςοῦm ref. to a horsekickeras a habitual traitX.

ShortDef

one who kicks

Debugging

Headword:
λακτιστής
Headword (normalized):
λακτιστής
Headword (normalized/stripped):
λακτιστης
IDX:
24112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24113
Key:
λακτιστής

Data

{'headword_display': '<b>λακτιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λακτιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a horse</Indic><Tr>kicker<Expl>as a habitual trait</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λακτιστής'}