Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
λακκόπρωκτος
λάκκος
λάκον
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
λακτιστής
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
λαλαγέω
λαλάζω
View word page
λάκτισμα
λάκτισμαατοςn kicking overw.gen.of a meal, i.e. table, in revulsionA.pl.stampingon the groundS.Ichn.

ShortDef

a trampling on

Debugging

Headword:
λάκτισμα
Headword (normalized):
λάκτισμα
Headword (normalized/stripped):
λακτισμα
IDX:
24111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24112
Key:
λάκτισμα

Data

{'headword_display': '<b>λάκτισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λάκτισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>kicking over<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a meal, i.e. table, in revulsion</Expl></Tr><Au>A.</Au><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>stamping<Expl>on the ground</Expl></Def><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'λάκτισμα'}