Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
λακκόπρωκτος
λάκκος
λάκον
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
λακτιστής
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
View word page
λακ-πάτητος
λακπάτητοςονadjλάξπατέω fig., of joytrampled underfootS.

ShortDef

trampled on

Debugging

Headword:
λακπάτητος
Headword (normalized):
λακπάτητος
Headword (normalized/stripped):
λακπατητος
IDX:
24109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24110
Key:
λακπάτητος

Data

{'headword_display': '<b>λακ-πάτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λακ<hyph/>πάτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λάξ</Ref><Ref>πατέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of joy</Indic><Tr>trampled underfoot</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λακπάτητος'}