Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓έριος
ἄερκτος
ᾱ̓εροβάτᾱς
ᾱ̓εροβατέω
ᾱ̓εροδόνητος
ᾱ̓εροειδής
ᾱ̓ερόεις
ᾱ̓ερομετρέω
ᾱ̓ερονηχής
ᾱ̓εροπετής
ᾱ̓εροπόρος
ᾱ̓ερόφοιτος
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἀές
ᾱ̓́εσα
View word page
ᾱ̓ερο-πόρος
ᾱ̓ερο-πόροςονadj of a class of beings, ref. to birdstravelling through the airPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓εροπόρος
Headword (normalized):
ᾱ̓εροπόρος
Headword (normalized/stripped):
αεροπορος
IDX:
2410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2411
Key:
ᾱ̓εροπόρος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓ερο-πόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ᾱ̓ερο-πόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a class of beings, ref. to birds</Indic><Tr>travelling through the air</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ᾱ̓εροπόρος'}