Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λᾱκαταπῡ́γων
Λακεδαίμων
λακεῖν
λακέρυζα
λᾱκέω
λακήσομαι
λακίς
λακίσματα
λακκαῖος
λακκόπλουτοι
λακκόπρωκτος
λάκκος
λάκον
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
λακτιστής
Λάκων
View word page
λακίσματα
λακίσματατωνn.pl torn piecestattersw.gen.of clothes, periphr. for tattered clothesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λακίσματα
Headword (normalized):
λακίσματα
Headword (normalized/stripped):
λακισματα
IDX:
24103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24104
Key:
λακίσματα

Data

{'headword_display': '<b>λακίσματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λακίσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Def>torn pieces</Def><Tr>tatters<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of clothes, periphr. for tattered clothes</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λακίσματα'}